- ἐννενώκασι
- ἐννενώκασι, [dialect] Ion. for ἐννενοήκασι, [ per.] 3pl. [tense] pf. of ἐννοέω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐννενώκασι — ἐννενώκᾱσι , ἐννοέω have in one s thoughts perf ind act 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)